- κατασπίλωση
- ηηθική προσβολή, κατασυκοφάντηση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λάσπωμα — το [λασπώνω] 1. λέρωμα με λάσπη 2. πολτοποίηση, λαπάδιασμα 3. κατασπίλωση τής υπόληψης κάποιου … Dictionary of Greek
λασπολογία — η [λασπολογώ] η συκοφάντηση με χυδαίο και ιταμό τρόπο, η κατασπίλωση … Dictionary of Greek